- ευμεταβλησία
- η , ευμετάβλητο[ν] τό неустойчивость, изменчивость, непостоянство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευμεταβλησία — η (Α εὐμεταβλησία) [εὐμετάβλητος] η εύκολη μεταβολή, η αστάθεια νεοελλ. (μικροβ.) η προσαρμογή τών μικροβίων στις εξωτερικές επιδράσεις, που γίνεται με μεταβολή τών μορφολογικών και βιολογικών γνωρισμάτων τους … Dictionary of Greek
εὐμεταβλησίας — εὐμεταβλησίᾱς , εὐμεταβλησία changeableness fem acc pl εὐμεταβλησίᾱς , εὐμεταβλησία changeableness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευμετάβλητος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβλητος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται ή αλλοιώνεται εύκολα, μεταβλητός, ασταθής 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβλητο(ν) η ευμεταβλησία (α. «το ευμετάβλητο τού χαρακτήρα» β. «τῆς τύχης τὸ εὐμετάβλητον», Αίσωπ.) αρχ. (για τροφή)… … Dictionary of Greek
ευμετάβολος — η, ο (ΑΜ εὐμετάβολος, ον) 1. ο ευμετάβλητος («τὰ βέβαια ταῡτα ἤθη καὶ οὐκ εὐμετάβολα», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ευμετάβολο(ν) η ευμεταβλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα βολή (< μεταβάλλω)] … Dictionary of Greek
μεταβλητότητα — Ο όρος χρησιμοποιείται στη στατιστική προκειμένου να χαρακτηρίσει τον τρόπο με τον οποίο μεταβάλλονται οι όροι μιας στατιστικής σειράς. Ως μ. μιας στατιστικής σειράς α1, α2..., αν χαρακτηρίζεται, συνήθως, ένας από τους εξής δύο μη αρνητικούς… … Dictionary of Greek
ԴԻՒՐԱՓՈՓՈԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0635 Chronological Sequence: 6c գ. εὑμεταβλησία, τὸ εὑμετάβλητον inconstantia Յողդողութիւն. անհաստատութիւն. *Հետեւեալ լինի բարկացողութեանն ... դիւրափոփոխութիւն. Արիստ. առաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)